κουράδι

κουράδι
το
1. αποπάτημα, κόπρος.
2. κοπάδι πρόβατα ή γίδια (στην Κρήτη).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κουράδι — (I) το (Μ κουράδιον) συμπαγές κόπρανο, στερεό αποπάτημα, περίττωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *σκωρ άδιον (υποκορ. τού σκώρ, σκατός), με σίγηση τού αρκτικού σ και κώφωση]. (II) το (Μ κουράδιον και κουράδι[ν]) (σημερ. μόνο στην Κρήτη) κοπάδι αιγοπροβάτων.… …   Dictionary of Greek

  • κουράδι — κουράς painting on a ceiling fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουραδιάζω — [κουράδι (ΙΙ)] δημιουργώ ποίμνιο, γίνομαι ιδιοκτήτης κοπαδιού, κουραδάρης …   Dictionary of Greek

  • κουράδα — η μεγάλο κουράδι, μεγάλο στερεό αποπάτημα, περίττωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουράδι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α, κουτάλ α)] …   Dictionary of Greek

  • κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… …   Dictionary of Greek

  • κουράδας — και κουραδάς [κουράδι (Ι)] 1. άνθρωπος δειλός, φοβιτσιάρης, χέστης 2. άνθρωπος ανάξιος λόγου, άχρηστος …   Dictionary of Greek

  • κουραδάρης — ο (ιδιωμ.) 1. ιδιοκτήτης ποιμνίου 2. το κριάρι που προηγείται τού ποιμνίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουράδι (ΙΙ) + άρης*] …   Dictionary of Greek

  • κουραδόβλαχος — ο (υβριστικά) δειλός και άξεστος χωριάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουράδι (Ι) + Βλάχος] …   Dictionary of Greek

  • κουραδόμαγκας — ο μάγκας που εμφανίζεται και ως ψευτοπαληκαράς, κουτσαβάκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουράδι (Ι) + μάγκας] …   Dictionary of Greek

  • κόρσακις — (Α) τράγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κόρση* και με το κείρω (πρβλ. και νεοελλ. κουράδι «κοπάδι»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”